παρανόμω

παρανόμω
παράνομος
lawless
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
παράνομος
lawless
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρανομώ — παρανομώ, παρανόμησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρανομώ — έω, ΝΜΑ [παράνομος] ενεργώ αντίθετα με τους νόμους, παραβαίνω, παραβιάζω το δίκαιο («τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῡντα τε καὶ ἀδικοῡντα», Πλάτ.) αρχ. 1. διαπράττω έγκλημα ή ύβρη («παρανομεῑν εἰς τὸ μαντεῑον», Διόδ.) 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • παρανομώ — παρανόμησα, ενεργώ ή ζω παράνομα, παραβαίνω τους νόμους, αδικώ: Όποιος δε σέβεται τους νόμους της πολιτείας, παρανομεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρανόμῳ — παράνομος lawless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανόμωι — παρανόμῳ , παράνομος lawless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανόμημα — τὸ, ΝΜΑ [παρανομώ] το αποτέλεσμα τού παρανομώ, πράξη αντίθετη με αυτά που ορίζει ο νόμος, ανόμημα, παρανομία …   Dictionary of Greek

  • παρανόμησις — ήσεως, ἡ, Α [παρανομώ] η ενέργεια τού παρανομώ, η παραβίαση τών νόμων …   Dictionary of Greek

  • αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία …   Dictionary of Greek

  • αθεμιστώ — ἀθεμιστῶ ( έω) (Α) [ἀθέμιστος] πράττω άνομα έργα, παρανομώ, αδικώ …   Dictionary of Greek

  • ανομώ — (AM ἀνομῶ, έω) παρανομώ, παραβαίνω τους νόμους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”